Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναμόρφωση
ουσιαστικό θηλυκό rifo`rma ~f~ αναμόρφωσις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αναμόρφωση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |