Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναμόρφωση  
ουσιαστικό θηλυκό

rifo`rma ~f~

αναμόρφωσις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αναμόρφωση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναμορφώνω αναμορφώσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---