Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναμμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [ανάβω] 2 acce`so permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματασε αναμμένα κάρβουνα = sui carboni ardenti Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |