Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναμετράω
ρήμα μεταβατικό variante di [αναμετρώ] αναμετριέμαι ρήμα παθητικό misura`rsi; compe`tere; conte`ndere; gareggia`re αναμετριέμαι με έναν πανίσχυρο αντίπαλο==misurarsi con un avversario fortissimo αναμετρώ ρήμα μεταβατικό 1 calcola`re 2 computa`re 3 giudica`re 4 misura`re 5 pondera`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |