Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναμαλλιασμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [αναμαλλιάζω] 2 scapiglia`to; scarmiglia`to; dai cape`lli arruffa`ti permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |