Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανάλωση  
ουσιαστικό θηλυκό

spreco ~m~; dispe`ndio ~m~ ανάλωση κατά προτίμηση πριν από…==da consumarsi preferibilmente entro… | ανάλωση δυνάμεων==dispendio di energie

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναλώνω αναλώσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---