Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναλώνομαι
ρήμα παθητικό guasta`rsi αναλώνω ρήμα μεταβατικό 1 spe`ndere; impiega`re; consuma`re ανάλωσε τη ζωή του στην υπηρεσία της πατρίδας==ha speso la sua vita al servizio della patria 2 spreca`re; dissipa`re ανάλωσε τα καλύτερά της χρόνια γι' αυτόν τον άνθρωπο==ha sprecato i suoi anni migliori per quell'uomo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |