Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλλοίωση
ουσιαστικό θηλυκό 1 alterazio`ne ~f~ 2 deteriorame`nto ~m~ 3 adulterazio`ne ~f~; sofisticazio`ne ~f~ 4 falsificazio`ne ~f~; contqaffazio`ne ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |