Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλλόπιστος
επίθετο di altra fede; di altra religio`ne αλλόπιστος ουσιαστικό αρσενικό perso`na ~f~ di altra fede, di altra religio`ne οι Σταυροφορίες κατά των αλλοπίστων==le Crociate contro gli infedeli permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |