Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλλοτρίωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 diritto alienazio`ne ~f~; cessio`ne ~f~ di proprietà; trasferime`nto ~m~ di proprietà
2 psicologia alienazio`ne ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλλοτριώνω αλλοτροπία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---