Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλλοτριώνομαι
ρήμα παθητικό

1 disaffeziona`rsi
2 estrania`rsi
3 modifica`rsi

αλλοτριώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 diritto aliena`re; ce`dere (una proprietà); trasferi`re (una proprietà)
2 psicologia aliena`re; porta`re qualcu`no all'alienazio`ne ο σημερινός τρόπος ζωής έχει αλλοτριώσει τον άνθρωπο==l'odierno modo di vivere ha alienato l'uomo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλλοτριωμένος αλλοτρίωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---