Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλλοιώνομαι
ρήμα παθητικό

altera`rsi; avaria`rsi; deteriora`rsi; adultera`rsi τροφές που αλλοιώνονται εύκολα==alimenti che si deteriorano facilmente

αλλοιώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 altera`re ο πόνος αλλοίωσε το πρόσωπό του==il dolore alterava i suoi lineamenti
2 altera`re; adultera`re; sofisticare αλλοιώνω το κρασί==sofisticare il vino
3 falsifica`re; contraffa`re αλλοίωσε τα αποτελέσματα του διαγωνισμού==ha falsificato i risultati del concorso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλλοιωμένος αλλοίωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---