Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλλιώτικος  
επίθετο

1 differe`nte; dive`rso; dissi`mile ένα κορίτσι αλλιώτικο απ' τ' άλλα==una ragazza diversa dalle altre
2 strano; singola`re ένα αλλιώτικο θέαμα==uno spettacolo singolare

αλλοιώτικος
επίθετο

variante di [αλλιώτικος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλλιώτικα άλλο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---