Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλί!
επιφώνημα 1 ohimè!; ahimè! αλί μου!==ohimè, infelice! 2 guai a chi…; disgraziato chi…; sventurato chi… αλί σ' αυτόν που θα πέσει στα χέρια του==guai a chi cadrà nelle sue mani | αλί σ' αυτόν που ορφανεύει από μικρός==poveretto chi rimane orfano da piccolo αλλοί επίθετο variante di [αλί] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |