Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλητοπαρέα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 gruppo ~m~ di vagabo`ndi
2 compagni`a ~f~ di mascalzo`ni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλητόπαιδο αλητοτουρίστρια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---