Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλητεύω  
ρήμα αμετάβατο

1 vagabonda`re; vi`vere da vagabo`ndo
2 ((per estensione)) girovaga`re; vaga`re; gironzola`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλητεία αλήτης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---