Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλήτης
ουσιαστικό αρσενικό 1 vagabo`ndo ~m~; giro`vago ~m~; giramo`ndo ~m~ 2 in senso negativo fannullo`ne ~m~; mascalzo`ne ~m~; sciopera`to ~m~; sfatica`to ~m~ αλήτισσα ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [αλήτης ^-η, ο^] 2 vagabo`ndo ~f~; giro`vaga ~f~; giramo`ndo ~f~ 3 in senso negativo fannullo`na ~f~; mascalzo`na ~f~; sciopera`ta ~f~; sfatica`ta ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |