Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλιεία
ουσιαστικό θηλυκό 1 pe`sca ~f~ αλιεία μαργαριταριών==pesca delle perle 2 ((figurato)) ca`ccia ~f~; racco`lta ~f~ αλιεία ψήφων==caccia di voti permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |