Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Αλικαρνασσέας  
ουσιαστικό αρσενικό

abita`nte ^mf^ di Alicarna`sso

Αλικαρνασσεύς
ουσιαστικό αρσενικό

forma arcaica di [Αλικαρνασσέας ^-α, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλιζαρίνη άλικος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---