Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλισβερίσι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 ((popolare)) affa`ri ~mp~; rappo`rti d'affa`ri ~mp~ είναι τίμιος στο αλισβερίσι του==è corretto nei suoi rapporto d'affari 2 ((per estensione)) rappo`rti ~mp~; relazio`ni ~mp~ δε θέλω αλισβερίσια μαζί του==non voglio avere niente a che fare con lui permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |