Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλκαλικότης
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αλκαλικότητα]

αλκαλικότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 alcalesce`nza ~f~
2 alcalinità ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλκαλικός αλκαλιμετρία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---