Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλκόλ
ουσιαστικό ουδέτερο

chimica alcol ~m~; a`lcool ~m~

αλκοόλ
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [αλκόλ ^-, το^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Αλκμάνας αλκολικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---