Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάλκαλι
ουσιαστικό ουδέτερο variante di [αλκάλιο ^-ου, ο^] αλκάλιο ουσιαστικό ουδέτερο chimica a`lcali ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |