Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλικοτάω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αλικοντίζω]

αλικουντάω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αλικοντίζω]

αλικουντίζω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αλικοντίζω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άλικος αλικυκλικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---