Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλλοιωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [αλλοιώνω]
2 altera`to αλλοιωμένα χαρακτηριστικά==lineamenti alterati
3 adultera`to αλλοιωμένα προϊόντα==prodotti adulterati
4 deteriora`to; avaria`to; gua`sto αλλοιωμένα κρέατα==carni deteriorate, avariate

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άλλοι αλλοιώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---