Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλλοδαπή  
ουσιαστικό θηλυκό

e`stero ~m~ ταξιδεύει συχνά στην αλλοδαπή==viaggia spesso all'estero

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλλόγλωσσος αλλοδαπός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---