Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγιάτρευτος  
επίθετο

1 non cura`to; malcura`to
2 incura`bile; inguari`bile
3 ((figurato)) insana`bile αγιάτρευτος πάθος==passione insanabile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγιατολάχ αγίνωτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---