Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγιογράφος  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

agio`grafo ~m~; pitto`re ~m~ di imma`gini sacre

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγιογραφικός αγιογραφώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---