Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγιογδύτης  
ουσιαστικό αρσενικό

strozzi`no ~m~; truffato`re ~m~ senza scru`poli

αγιογδύτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αγιοδύτης ^-η, -ο^]
2 strozzi`na ~f~; truffatri`ce ~f~ senza scru`poli

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγιοβασιλιάτικος αγιογράφηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---