Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγιογραφία
ουσιαστικό θηλυκό 1 arte ~f~ della pittu`ra di imma`gini sacre 2 ((per estensione)) imma`gine ~f~ di un santo 3 ((per estensione)) pittu`ra ~f~ sacra permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |