Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Αγιονικολοβάρβαρα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

variante di [Αϊνικολοβάρβαρα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγιόμιστος αγιονορείτης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---