Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγιοποίηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 canonizzazio`ne ~f~
2 consacrazio`ne ~f~
3 santificazio`ne ~f~

αγιοποίησις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αγιοποίηση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγιοποιημένος αγιοποιώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---