Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγιότη
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αγιότητα]

αγιότης
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αγιότητα ^-ας, η^]

αγιότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

santità ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγιότερος αγιούπας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---