αγιότητα
ουσιαστικό θηλυκό
santità ~f~
αγιότης
ουσιαστικό θηλυκό
forma arcaica di [αγιότητα ^-ας, η^]
αγιότη
ουσιαστικό θηλυκό
variante di [αγιότητα]
ουσιαστικό θηλυκό
santità ~f~
αγιότης
ουσιαστικό θηλυκό
forma arcaica di [αγιότητα ^-ας, η^]
αγιότη
ουσιαστικό θηλυκό
variante di [αγιότητα]
permalink
αγιότη [θηλ.ουσ]
αγιότης [θηλ.ουσ]
αγιότητα {χωρ. πληθ...
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
