Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγκαζάρω  
ρήμα μεταβατικό

1 ingaggia`re; impegna`re αγκαζάρω ένα μάγειρα για τη θερινή σεζόν==ingaggiare un cuoco per la stagione estiva
2 prenota`re; riserva`re έχουν αγκαζάρει όλο το εστιατόριο για την ετήσια συνεστίαση του συλλόγου==hanno prenotato tutto il ristorante per il pranzo annuale dell'associazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγκαζαρισμένος αγκαζέ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---