Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγιασμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 ecclesiastico beatificazio`ne ~f~; santificazio`ne ~f~ 2 ecclesiastico benedizio`ne ~f~ con l'a`cqua santa ο αγιασμός των υδάτων==la benedizione delle acque 3 ecclesiastico ((per estensione)) a`cqua ~f~ benede`tta; a`cqua ~f~ santa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |