Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγιάζω  
ρήμα μεταβατικό

benedi`re; santifica`re ο ιερέας θα έρθει να αγιάσει το σπίτι==il prete verrà a benedire la casa

αγιάζω
ρήμα αμετάβατο

santifica`rsi; diventa`re santo θ' αγιάσει μ' αυτά που τραβάει==diverrà santo, con tutto ciò che patisce

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγιάζι α-Γιάννης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---