Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αφανίζομαι
ρήμα παθητικό

1 annienta`rsi
2 distru`ggersi

αφανίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 distru`ggere; devasta`re; rovina`re τα παλιρροϊκά κύματα αφάνισαν το νησί==il maremoto ha devastato l'isola
2 annichili`re; annienta`re; stermina`re; decima`re η χολέρα αφάνισε χιλιάδες άτομα==il colera decimò migliaia di persone
3 dissipa`re; dilapida`re αφάνισαν την κληρονομιά της μάνας τους==dissiparono l'eredità della madre
4 strema`re; sfini`re; estenua`re; spossa`re τούς αφάνισε η πορεία στην έρημο==la marcia nel deserto li ha stremati

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αφανής αφανισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---