Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άφαντος  
επίθετο

1 invisi`bile
2 scompa`rso; spari`to; irreperi`bile; eclissa`to ο πίνακας έγινε άφαντος==il quadro è sparito | ο κλέφτης έγινε άφαντος==il ladro si è eclissato
3 diritto asse`nte; non compa`rso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αφάνταστος αφαρπάζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---