Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Αφγάν
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [Αφγανός]

Αφγανή
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Αφγανός ^-ού, ο^]
2 afga`na ~f~; abitante ~f~ dell'Afganista`n

Αφγανός  
ουσιαστικό αρσενικό

afga`no ~m~; abita`nte ~m~ dell'Afganista`n

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αφατρίαστος Αφγανιστάν  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---