Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαφέντης
ουσιαστικό αρσενικό 1 nota`bile ~m~; signo`re ~m~ οι αφεντάδες του χωριού==i notabili del villaggio 2 signo`re ~m~; padro`ne ~m~ στο σπίτι μού είμαι κύριος και αφέντης==sono signore e padrone in casa mia | πατέρας αφέντης==padre padrone | κάβουρας στο σπίτι του μέγας αφέντης είναι==ognuno è padrone in casa propria 3 come appellativo antico Vossigno`ria ~f~; Vosce`nza ~f~ αφέντισσα ουσιαστικό θηλυκό variante di [αφέντρα ^-ας, η^] αφέντρα ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [αφέντης ^-η, ο^] 2 signo`ra ~f~; nota`bile ~f~ 3 signo`ra ~f~; padro`na ~f~ 4 come appellativo antico Vossigno`ria ~f~; Vosce`nza ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |