Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαφεντιά
ουσιαστικό θηλυκό 1 signorilità 2 ((ironico)) Sua Signoria η αφεντιά του==Sua signoria | η αφεντιά σας==Vostra signoria; Vossignoria | τι ορίζει η αφεντιά σας;==che comanda Vossignoria? | η αφεντιά της δεν καταδέχεται να πλύνει τα πιάτα==Sua signoria non si degna di lavare i piatti | η αφεντιά μου δεν κάνει χωρίς το καφεδάκι της==la mia sacra persona non può rinunciare al suo caffeuccio! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |