Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαφερέγγυος
επίθετο insolve`nte; insolvi`bile αφερεγγυότατος επίθετο superlativo di [αφερέγγυος] αφερεγγυότερος επίθετο comparativo di [αφερέγγυος] αφερεγγυώτατος επίθετο superlativo di [αφερέγγυος] αφερεγγυώτερος επίθετο comparativo di [αφερέγγυος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |