Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αφετηρία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 capoli`nea ~m~; terminal ~m~ αφετηρία λεωφορείων==capolinea degli autobus | αφετηρία υπεραστικών λεωφορείων==terminal di linee interurbane
2 sport li`nea ~f~ di parte`nza
3 ((figurato)) ini`zio ~m~
4 ((figurato)) punto ~m~ di parte`nza ~f~ στην αφετηρία της καριέρας μου==all'inizio della mia carriera | αφετηρία απεργιακών κινητοποιήσεων==inizio di una serie di scioperi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αφέσιμος αφέτης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---