Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αφέλεια  
ουσιαστικό θηλυκό

ingenuità ~f~; semplicità ~f~; naturale`zza ~f~ με παιδική αφέλεια==con infantile ingenuità

αφέλειες
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

frange`tta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αφειδώς αφελέστατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---