Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αφανισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 distruzio`ne ~f~ tota`le; devastazio`ne ~f~; rovi`na ~f~ η πυρκαγιά προκάλεσε τον αφανισμό του δάσους==l'incendio provocò la distruzione dell'intero bosco
2 annientame`nto ~m~; stermi`nio ~m~; eliminazio`ne ~f~ διέταξαν τον αφανισμό όλων των αιχμαλώτων==ordinarono l'eliminazione di tutti i prigionieri
3 spossate`zza ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αφανισμένος αφανιστής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---