Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αφανισμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [αφανίζω]
2 annichili`to
3 distru`tto
4 rovina`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αφανίζω αφανισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---