Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαφάνεια
ουσιαστικό θηλυκό 1 invisibilità ~f~ 2 ((figurato)) vita ~f~ ritira`ta προτιμά να ζει στην αφάνεια==preferisce vivere nell'ombra 3 ((figurato)) ombra ~f~; obli`o ~m~ έπεσε στην αφάνεια==è caduto nell'oblio | ανασύρω από την αφάνεια==trarre dall'ombra 4 diritto asse`nza ~f~; non comparizio`ne ~f~ κηρύσσω κάποιον σε αφάνεια==dichiarare qualcuno assente, emettere una dichiarazione d' assenza permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |