Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eudiometrìa (θηλ.ουσ) Eurìpide (κύρ.όν. αρσ.)
eudiòmetro (ουσ αρσ ) euripidèo (αρσ. επίθ και ουσ)
eufemìsmo (ουσ αρσ ) eurìstica (θηλ.ουσ)
eufemìstico (επίθ.) eurìstico (επίθ.)
eufonìa (θηλ.ουσ) euritmìa (θηλ.ουσ)
eufònico (επίθ.) eurìtmico (επίθ.)
eufòrbia (θηλ.ουσ) èuro (ουσ αρσ )
euforìa (θηλ.ουσ) eurocomunìsmo (ουσ αρσ )
eufòrico (επίθ.) eurocomunìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
euforizzànte (επίθ.) eurodivìsa (θηλ.ουσ)
eufràsia (θηλ.ουσ) eurodòllaro (ουσ αρσ )
Eufràte (κύρ.όν. αρσ.) euromercàto (ουσ αρσ )
eufuìsmo (ουσ αρσ ) euroobbligazione (θηλ.ουσ)
eufuìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) Euròpa (θηλ.ουσ)
eugenètica (θηλ.ουσ) europeìsmo (ουσ αρσ )
eugenètico (επίθ.) europeìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
eugènia (θηλ.ουσ) europeìstico (επίθ.)
eumènidi (θηλ. ουσ πληθ.) europeizzàre (ρ. μτβ.)
eunùco (αρσ. επίθ και ουσ) europeizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
eupatòrio (ουσ αρσ ) europeizzazióne (θηλ.ουσ)
eupepsìa (θηλ.ουσ) europèo (ουσ αρσ )
eupèptico (επίθ.) europèo (επίθ.)
èureka, eurèka (επιφ.) euròpio (ουσ αρσ )
eurialìno (επίθ.) eurosocialìsmo (ουσ αρσ )
Euridìce (κύρ.όν. θηλ.) eurosocialìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: