Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coassiàle (επίθ.) cocchiùme (ουσ αρσ )
coassicurazióne (θηλ.ουσ) coccìge, còccige (ουσ αρσ )
coattazióne (θηλ.ουσ) coccìgeo (επίθ.)
coattività (θηλ.ουσ) coccinèlla (θηλ.ουσ)
coattìvo (επίθ.) coccinèllo (ουσ αρσ )
coàtto (αρσ. επίθ και ουσ) coccinìglia (θηλ.ουσ)
coautóre (ουσ αρσ ) còccio (ουσ αρσ )
coazióne (θηλ.ουσ) cocciutàggine (θηλ.ουσ)
cobàlto (ουσ αρσ ) cocciùto (αρσ. επίθ και ουσ)
cobaltoterapìa (θηλ.ουσ) còcco (ουσ αρσ )
cobelligerànte (ουσ αρσ και θηλ.) coccodè (ονοματ.)
cobelligerànte (επίθ.) coccodrìllo (ουσ αρσ )
cobelligerànza (θηλ.ουσ) còccola (θηλ.ουσ)
còbra (ουσ αρσ ) coccolàre (ρ. μτβ.)
còca (θηλ.ουσ) coccolarsi (ρ.μ. (αντων.))
cóca–còla (θηλ.ουσ) còccolo (ουσ αρσ )
cocaìna (θηλ.ουσ) coccolóni (επίρ.)
cocaìnico (επίθ.) cocènte (επίθ.)
cocainìsmo (ουσ αρσ ) cocker (ουσ αρσ )
cocainòmane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) cocktail (ουσ αρσ )
cocainomanìa (θηλ.ουσ) còclea (θηλ.ουσ)
còcca, cócca (θηλ.ουσ) cocleàre (επίθ.)
coccàrda (θηλ.ουσ) cocleària (θηλ.ουσ)
cocchière (ουσ αρσ ) cocólla, cocòlla (θηλ.ουσ)
còcchio (ουσ αρσ ) cocomeràio (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: