Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coccolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kokkoˈlare]

χαϊδολογώ

coccolarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [kokkoˈlarsi]

1 χώνομαι στην αγκαλιά κάποιου
2 φωλιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coccola coccolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cocciuto (αρσ. επίθ και ουσ)
cocco (ουσ αρσ )
coccodè (ονοματ.)
coccodrillo (ουσ αρσ )
coccola (θηλ.ουσ)
coccolare (ρ. μτβ.)
coccolarsi (ρ.μ. (αντων.))
coccolo (ουσ αρσ )
coccoloni (επίρ.)
cocente (επίθ.)
cocker (ουσ αρσ )
cocktail (ουσ αρσ )
coclea (θηλ.ουσ)
cocleare (επίθ.)
coclearia (θηλ.ουσ)
cocolla (θηλ.ουσ)
cocomeraio (ουσ αρσ )
cocomero (ουσ αρσ )
cocorita (θηλ.ουσ)
cocuzza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---