Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cocainomanìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [koka,inomaˈnia]

εθισμός στην κοκαΐνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cocainomane cocca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coca–cola (θηλ.ουσ)
cocaina (θηλ.ουσ)
cocainico (επίθ.)
cocainismo (ουσ αρσ )
cocainomane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cocainomania (θηλ.ουσ)
cocca (θηλ.ουσ)
coccarda (θηλ.ουσ)
cocchiere (ουσ αρσ )
cocchio (ουσ αρσ )
cocchiume (ουσ αρσ )
coccige (ουσ αρσ )
coccigeo (επίθ.)
coccinella (θηλ.ουσ)
coccinello (ουσ αρσ )
cocciniglia (θηλ.ουσ)
coccio (ουσ αρσ )
cocciutaggine (θηλ.ουσ)
cocciuto (αρσ. επίθ και ουσ)
cocco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---